Το 1907 ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Σαραντόπουλος αν και Νομικός αποφασίζει να ασχοληθεί με τα άλευρα. Το 1912 αγοράζει μερίδιο του Μύλου Ρασογιάννη στο κέντρο του Πειραιά. Ο μύλος λόγω αδυναμίας του ιδιοκτήτη καταλήγει στα χέρια του Υδραίου καραβοκύρη Θεόφιλου Καλλίτσα, ο οποίος έκανε εμπόριο σιτηρών με τη Μεσαραβία, τη σημερινή Μολδαβία, μέσω των λιμανιών του Δούναβη και της Μαύρης Θάλασσας.
Το 1915 ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Σαραντόπουλος αποκτά την κυριότητα του μύλου, έχοντας παντρευτεί την κόρη του Θεόφιλου Καλλίτσα, Αναστασία. Το 1935 η επιχείρηση του μύλου γίνεται Ανώνυμη Εταιρεία αλλά αμέσως μετά τον εκσυγχονισμό του, αυτός καταστρέφεται από πυρκαγιά. Το 1936 σε ιδιόκτητο οικόπεδο 6 στρεμμάτων στα Καμίνια του Πειραιά αρχίζει η ανέγερση νέου μύλου, με τη βοήθεια Γερμανικής τεχνογνωσίας. Το 1938 ο μύλος λειτουργεί. Σταματά για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίο φιλοξενεί 100 οικογένειες από την επαρχία.
Μετά τον πόλεμο επίσης, τις τύχες του μύλου αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος με τον αδελφό του Θεόφιλο. Ο νέοτερος αδελφός Θεόδωρος ολοκληρώνει τις σπουδές του ως Μηχανικός Μύλων στη Γερμανία. Βασικοί πυλώνες στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης για όλες αυτές τις δεκαετίες αποτελεί η παιδεία των υπευθύνων κι οι άριστες εργασιακές σχέσεις.

Το 1949 η μετοχή εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Είκοσι χρόνια αργότερα οι εγκαταστάσεις εκσυγχρονίζονται κι η επιχείρηση προχωρά στην προσθήκη ενός νέου σιμιγδαλόμυλου στο συγκρότημα. Τη δεκαετία που ακολουθεί από το 1970 έως το 1980 η επιχείρηση εξάγει σε Αραβικές χώρες, Λίβανο και Βιετνάμ. Το 1977 γίνοναι μεγάλες ζημίες στο χώρο του εργοστασίου, λόγω πλημμυρών. Το 1983 η επιχείρηση παίρνει την απόφαση να διακόψει τη λειτουργία της λόγω των συνθηκών της εποχής. Το 1990 επαναλειτουργεί κι αποκτείται ο μύλος στο λιμάνι του Κερατσινίου. Το 1996 εξοπλίζεται με υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα κι αυτοματισμούς του Γερμανοελβετικού οίκου Buehler. Τότε αναλαμβάνει ως Διευθύνων Σύμβουλος ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, χημικός μηχανικός, με στόχο τη συνέχιση κι ενίσχυση του έργου της επιχείρησης.
Από το χρονικό αυτό σημείο γίνονται συνεχώς σοβαρές κι αθόρυβες κινήσεις όσο αφορά την παραγωγή, τους ανθρώπους, τα προϊόντα και τη γεωγραφική επέκταση. Αρχικά η βαρύτητα δίνεται σε περιοχές των νησιών και την Αττική. Κατόπιν η επιχείρηση προχωρά στην αύξηση της γκάμας των προϊόντων και την είσοδο της σε κανάλια πελατών που έως τότε δεν είχε υψηλή παρουσία. Το 2012 προχωρά σε δημιουργία υποκαταστήματος στη Θεσσαλονίκη με στόχο την αγορά της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, ενώ προηγούμενα έχει εξασφαλίσει την παρουσία της σε όλη την υπόλοιπη επικράτεια.
Σε όλο αυτό το χρόνο από το 1996 έως το 2016 έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις σε μηχανήματα, κτίρια, εξοπλισμό και αυτοματισμούς. Επίσης η εταιρεία επενδύει στοχευμένα σε ανθρώπινο δυναμικό. Τέλος, το 2015 το Φεβρουάριο προχωρά σε αγορά του σήματος, των μηχανημάτων και της τεχνογνωσίας των προϊόντων ΑΛΛΑΤΙΝΗ, που με τη μοναδικότητα τους προσθέτουν αξία στην επιχείρηση και σε ολόκληρο τον κλάδο.